πιστοχρεώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιστοχρεώνω < πιστώνω + -ο- + χρεώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική crédit et débit
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.sto.xɾeˈo.no/
Ρήμα επεξεργασία
πιστοχρεώνω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πιστοχρέωση
- → δείτε τις λέξεις πίστη και χρέος
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πιστοχρεώνω | πιστοχρέωνα | θα πιστοχρεώνω | να πιστοχρεώνω | πιστοχρεώνοντας | |
β' ενικ. | πιστοχρεώνεις | πιστοχρέωνες | θα πιστοχρεώνεις | να πιστοχρεώνεις | πιστοχρέωνε | |
γ' ενικ. | πιστοχρεώνει | πιστοχρέωνε | θα πιστοχρεώνει | να πιστοχρεώνει | ||
α' πληθ. | πιστοχρεώνουμε | πιστοχρεώναμε | θα πιστοχρεώνουμε | να πιστοχρεώνουμε | ||
β' πληθ. | πιστοχρεώνετε | πιστοχρεώνατε | θα πιστοχρεώνετε | να πιστοχρεώνετε | πιστοχρεώνετε | |
γ' πληθ. | πιστοχρεώνουν(ε) | πιστοχρέωναν πιστοχρεώναν(ε) |
θα πιστοχρεώνουν(ε) | να πιστοχρεώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πιστοχρέωσα | θα πιστοχρεώσω | να πιστοχρεώσω | πιστοχρεώσει | ||
β' ενικ. | πιστοχρέωσες | θα πιστοχρεώσεις | να πιστοχρεώσεις | πιστοχρέωσε | ||
γ' ενικ. | πιστοχρέωσε | θα πιστοχρεώσει | να πιστοχρεώσει | |||
α' πληθ. | πιστοχρεώσαμε | θα πιστοχρεώσουμε | να πιστοχρεώσουμε | |||
β' πληθ. | πιστοχρεώσατε | θα πιστοχρεώσετε | να πιστοχρεώσετε | πιστοχρεώστε | ||
γ' πληθ. | πιστοχρέωσαν πιστοχρεώσαν(ε) |
θα πιστοχρεώσουν(ε) | να πιστοχρεώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πιστοχρεώσει | είχα πιστοχρεώσει | θα έχω πιστοχρεώσει | να έχω πιστοχρεώσει | ||
β' ενικ. | έχεις πιστοχρεώσει | είχες πιστοχρεώσει | θα έχεις πιστοχρεώσει | να έχεις πιστοχρεώσει | ||
γ' ενικ. | έχει πιστοχρεώσει | είχε πιστοχρεώσει | θα έχει πιστοχρεώσει | να έχει πιστοχρεώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πιστοχρεώσει | είχαμε πιστοχρεώσει | θα έχουμε πιστοχρεώσει | να έχουμε πιστοχρεώσει | ||
β' πληθ. | έχετε πιστοχρεώσει | είχατε πιστοχρεώσει | θα έχετε πιστοχρεώσει | να έχετε πιστοχρεώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πιστοχρεώσει | είχαν πιστοχρεώσει | θα έχουν πιστοχρεώσει | να έχουν πιστοχρεώσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιστοχρεώνω
|