ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πιστοποίησῐς αἱ πιστοποιήσεις
      γενική τῆς πιστοποιήσεως τῶν πιστοποιήσεων
      δοτική τῇ πιστοποιήσει ταῖς πιστοποιήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πιστοποίησῐν τὰς πιστοποιήσεις
     κλητική ! πιστοποίησῐ πιστοποιήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιστοποιήσει
γεν-δοτ τοῖν  πιστοποιησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πιστοποίησις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πιστοποίησις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)