Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πισσόχαρτο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πισσόχαρτ
ο
τα
πισσόχαρτ
α
γενική
του
πισσόχαρτ
ου
των
πισσόχαρτ
ων
αιτιατική
το
πισσόχαρτ
ο
τα
πισσόχαρτ
α
κλητική
πισσόχαρτ
ο
πισσόχαρτ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πισσόχαρτο
<
πίσσα
+
-ο-
+
χαρτί
+
-ο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πισσόχαρτο
ουδέτερο
υλικό
από
χαρτόνι
που έχει
αλειφτεί
με
πίσσα
, που χρησιμεύει στη
μόνωση
και την
αδιαβροχοποίηση
Συνώνυμα
επεξεργασία
κατραμόχαρτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πισσόχαρτο