Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιπέτο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιπέτο ουδέτερο

  1. πίπα με λεπτό σωληνάριο
    • μικροβιολογικό σωληνάριο
  2. (χυδαίο) υποκοριστικό της πίπας (πεολειχία)
    είσαι για 'να πιπέτο στα γρήγορα;

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία