πιπέτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιπέτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιπέτο ουδέτερο
- πίπα με λεπτό σωληνάριο
- μικροβιολογικό σωληνάριο
- (χυδαίο) υποκοριστικό της πίπας (πεολειχία)
- είσαι για 'να πιπέτο στα γρήγορα;
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιπέτο
|