Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιονιέρος οι πιονιέροι
      γενική του πιονιέρου των πιονιέρων
    αιτιατική τον πιονιέρο τους πιονιέρους
     κλητική πιονιέρε πιονιέροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιονιέρος < γαλλική pionnier < μέση γαλλική pionier (=πεζικάριος) < παλαιά γαλλικά peonier < peon (=πεζικάριος) < υστερολατινική pedo < pes < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pṓds· συγγενές με το (γαλλικά) pion > (νέα ελληνική) πιόνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιονιέρος αρσενικό (θηλυκό: πιονιέρισσα)

  1. αυτός που πρωτοπορεί
    Με τις φάτσες των υπολοίπων επιβατών ολοκληρώνεται μια ανθρωπογεωγραφία της Άγριας Δύσης: πιονιέροι, άξεστοι τυχοδιώκτες και μεθύστακες κυνηγοί, φανατισμένοι ιεραπόστολοι που ξορκίζουν τους ειδωλολάτρες «κοκκινομούρηδες». (*)
  2. (σε κομμουνιστικές χώρες) μέλος μιας ομάδας παιδιών, που κατευθύνεται από το κράτος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία