πινελάρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
πινελάρω
- βάφω ή απλώνω μια ουσία σε μια επιφάνεια χρησιμοποιώντας πινέλο
- (ναυτικός όρος) ρίχνω άγκυρα με δεμένο σ’ αυτήν ένα πινέλι
Συγγενικά επεξεργασία
- πινελάρισμα
- → δείτε τις λέξεις πινέλο και πινέλι
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πινελάρω
|