πινακάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πινακάκι | τα | πινακάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πινακάκι | τα | πινακάκια |
κλητική | πινακάκι | πινακάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πινακάκι < πίνακας + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πινακάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του πίνακας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πινακάκι
|