Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πικραίνομαι: παθητική φωνή του ρήματος πικραίνω

  Ρήμα επεξεργασία

πικραίνομαι

  1. νιώθω μια μεγάλη πίκρα
  2. στεναχωριέμαι βαθιά

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία