πιθηκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιθηκάκι | τα | πιθηκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πιθηκάκι | τα | πιθηκάκια |
κλητική | πιθηκάκι | πιθηκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιθηκάκι < πίθηκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιθηκάκι ουδέτερο
- μικρός πίθηκος
- το μικρό του πίθηκου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πίθηκος