Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιβουλιά οι πιβουλιές
      γενική της πιβουλιάς των πιβουλιών
    αιτιατική την πιβουλιά τις πιβουλιές
     κλητική πιβουλιά πιβουλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιβουλιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πιβουλιά < ἐπιβουλιά < ἐπιβουλία[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιβουλιά θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. επιβουλία Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιβουλιά θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • 'πιβουλιά

  Πηγές επεξεργασία