Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιανίστρια οι πιανίστριες
      γενική της πιανίστριας των πιανιστριών
    αιτιατική την πιανίστρια τις πιανίστριες
     κλητική πιανίστρια πιανίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιανίστρια < πιανίστας + κατάληξη θηλυκού -ίστρια: ελληνικό επίθημα για τη λέξη: η πιανίστα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιανίστρια θηλυκό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • δεν χρησιμοποιείται από μουσικούς