Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πιέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πιέζω
  2. θα πιέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιέζω
  3. να πιέσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιέζω



  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πιέσει θηλυκό