πηλοθεραπευτήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πηλοθεραπευτήριο | τα | πηλοθεραπευτήρια |
γενική | του | πηλοθεραπευτήριου & πηλοθεραπευτηρίου |
των | πηλοθεραπευτήριων & πηλοθεραπευτηρίων |
αιτιατική | το | πηλοθεραπευτήριο | τα | πηλοθεραπευτήρια |
κλητική | πηλοθεραπευτήριο | πηλοθεραπευτήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηλοθεραπευτήριο < πηλός + -ο- + θεραπευτήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πηλοθεραπευτήριο ουδέτερο
- θεραπευτήριο όπου γίνεται χρήση θεραπευτικού πηλού
Μεταφράσεις επεξεργασία
πηλοθεραπευτήριο
|