Δείτε επίσης: παλαμίς

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πηλαμύς αἱ πηλαμύδες
      γενική τῆς πηλαμύδος τῶν πηλαμύδων
      δοτική τῇ πηλαμύδ ταῖς πηλαμύσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πηλαμύδ τὰς πηλαμύδᾰς
     κλητική ! πηλαμύς πηλαμύδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πηλαμύδε
γεν-δοτ τοῖν  πηλαμύδοιν
Με βραχύ ύψιλον στο θέμα -ύς, -ύδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'χλαμύς' όπως «χλαμύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πηλαμύς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πηλαμύς θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία