πηδάλιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πηδάλιον | τὰ | πηδάλιᾰ |
γενική | τοῦ | πηδαλίου | τῶν | πηδαλίων |
δοτική | τῷ | πηδαλίῳ | τοῖς | πηδαλίοις |
αιτιατική | τὸ | πηδάλιον | τὰ | πηδάλιᾰ |
κλητική ὦ! | πηδάλιον | πηδάλιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πηδαλίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πηδαλίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πηδάλιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πηδάλιον, -ου ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- πηδάλιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πηδάλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.