Δείτε επίσης: Πεχλιβάνης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεχλιβάνης οι πεχλιβάνηδες
      γενική του πεχλιβάνη των πεχλιβάνηδων
    αιτιατική τον πεχλιβάνη τους πεχλιβάνηδες
     κλητική πεχλιβάνη πεχλιβάνηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεχλιβάνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική pehlivan

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.xliˈva.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐χλι‐βά‐νης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεχλιβάνης αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία