Δείτε επίσης: Πευκί, πεύκι, πεύκη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πευκί τα πευκιά
      γενική του πευκιού των πευκιών
    αιτιατική το πευκί τα πευκιά
     κλητική πευκί πευκιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πευκί < ελληνιστική κοινή πευκίον[1] < αρχαία ελληνική πεύκη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πευκί ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πευκίον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.