Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πετσώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος πετσώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πετσώνω
  3. θα πετσώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πετσώνω