Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πετροχημεία οι πετροχημείες
      γενική της πετροχημείας των πετροχημειών
    αιτιατική την πετροχημεία τις πετροχημείες
     κλητική πετροχημεία πετροχημείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετροχημεία < (λόγιο δάνειο) γαλλική pétrochimie[1] < pétro- + chimie

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πετροχημεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία