πετροκερασιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πετροκερασιά | οι | πετροκερασιές |
γενική | της | πετροκερασιάς | των | πετροκερασιών |
αιτιατική | την | πετροκερασιά | τις | πετροκερασιές |
κλητική | πετροκερασιά | πετροκερασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροκερασιά θηλυκό
- Είδος κερασιάς, η κερασιά η γλυκόπικρη.
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροκερασιά
|