Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πετροκέρασο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πετροκέρασ
ο
τα
πετροκέρασ
α
γενική
του
πετροκέρασ
ου
των
πετροκέρασ
ων
αιτιατική
το
πετροκέρασ
ο
τα
πετροκέρασ
α
κλητική
πετροκέρασ
ο
πετροκέρασ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πετροκέρασο
<
πέτρα
+
κεράσι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πετροκέρασο
ουδέτερο
Ποικιλία
κερασιού
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πετροκέρασο