πετροβόλημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πετροβόλημα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πετροβολώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετροβόλημα
|
πετροβόλημα ουδέτερο
|