Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πεταχτώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πετιέμαι
  2. θα πεταχτώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πετιέμαι