Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περιφράξουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιφράσσω
  2. θα περιφράξουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιφράσσω