Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περισυλλογή οι περισυλλογές
      γενική της περισυλλογής των περισυλλογών
    αιτιατική την περισυλλογή τις περισυλλογές
     κλητική περισυλλογή περισυλλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περισυλλογή < περισυλλέγω +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περισυλλογή θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του περισυλλέγω
  2. περίσκεψη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία