περιστρέψεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιστρέψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιστρέφω
- θα περιστρέψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιστρέφω
περιστρέψεις