περιστασιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιστασιακός < → δείτε τις λέξεις περίσταση και -ιακός ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά circonstanciel)
Επίθετο επεξεργασία
περιστασιακός, -ή, -ό
- που έχει σχέση ή αφορά μια συγκεκριμένη περίσταση
- που συμβαίνει εξαιτίας ορισμένων συγκυριών ή περιστάσεων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιστασιακός
|