Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιστασιακός η περιστασιακή το περιστασιακό
      γενική του περιστασιακού της περιστασιακής του περιστασιακού
    αιτιατική τον περιστασιακό την περιστασιακή το περιστασιακό
     κλητική περιστασιακέ περιστασιακή περιστασιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιστασιακοί οι περιστασιακές τα περιστασιακά
      γενική των περιστασιακών των περιστασιακών των περιστασιακών
    αιτιατική τους περιστασιακούς τις περιστασιακές τα περιστασιακά
     κλητική περιστασιακοί περιστασιακές περιστασιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιστασιακός < → δείτε τις λέξεις περίσταση και -ιακός ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά circonstanciel)

  Επίθετο επεξεργασία

περιστασιακός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση ή αφορά μια συγκεκριμένη περίσταση
     συνώνυμα: ευκαιριακός, συγκυριακός
  2. που συμβαίνει εξαιτίας ορισμένων συγκυριών ή περιστάσεων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία