Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περιπόλιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
περιπόλι
ο
τα
περιπόλι
α
γενική
του
περιπολί
ου
&
περιπόλι
ου
των
περιπολί
ων
αιτιατική
το
περιπόλι
ο
τα
περιπόλι
α
κλητική
περιπόλι
ο
περιπόλι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
περιπόλιο
<
αρχαία ελληνική
περιπόλιον
<
περίπολος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περιπόλιο
ουδέτερο
(
αρχαιοπρεπές
)
περιπολικός
σταθμός
ή (
γενικότερα
)
αμυντικό
κτήριο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περιπόλιο