περιπολάρχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπολάρχης < (ελληνιστική κοινή) περιπολάρχης < αρχαία ελληνική περιπόλαρχος < περίπολος + -άρχης < ἄρχω
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιπολάρχης αρσενικό
- ο αρχηγός ή επικεφαλής μιας περιπόλου
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιπολάρχης
|