Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιπαικτικώς < περιπαικτικός + -ώς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.ɾi.pe.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐παι‐κτι‐κώς
ομόηχο: περιπαικτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

περιπαικτικώς

Σημειώσεις επεξεργασία

Οι Τούρκοι εζουρλαθήκανε και την ημέρα τους εφωνάζαμε περιπαιχτικώς: μωρές! τι επάθατε και κυλάτε πέτρες όλη τη νύκτα;
Απομνημονεύματα Σουλιώτου αγωνιστού του Εικοσιένα Σ. Τζίπη (γραμμένα στην Κέρκυρα από τον Ιω. Δούσμανη), επιμέλεια: Άγγελος Παπακώστας (Αθήνα-Γιάννενα, Δωδώνη, 1979), σ. 81.

  Μεταφράσεις επεξεργασία