περιπαικτικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιπαικτικώς < περιπαικτικός + -ώς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.pe.ktiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐παι‐κτι‐κώς
- ομόηχο: περιπαικτικός
Επίρρημα επεξεργασία
περιπαικτικώς
Σημειώσεις επεξεργασία
- Υπάρχει και ο πολύ σπάνιος τύπος περιπαιχτικώς, που συνδυάζει τη λαϊκότητα του προφορικού λόγου με τη «σοβαρότητα» της λογιοσύνης· για παράδειγμα:
- ↪ Οι Τούρκοι εζουρλαθήκανε και την ημέρα τους εφωνάζαμε περιπαιχτικώς: μωρές! τι επάθατε και κυλάτε πέτρες όλη τη νύκτα;
Μεταφράσεις επεξεργασία
περιπαικτικώς
|