περιοριστείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιοριστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιορίζομαι
- θα περιοριστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιορίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος περιορίζομαι