περιλάβετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιλάβετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιλαμβάνω
- θα περιλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιλαμβάνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος περιλαμβάνω
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περιλάβετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιλαβαίνω
- θα περιλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιλαβαίνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος περιλαβαίνω