περικλείσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
περικλείσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περικλείω
- θα περικλείσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περικλείω