περατάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περατάρης < περαματάρης[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
περατάρης αρσενικό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του περαματάρης
Μεταφράσεις επεξεργασία
περατάρης
|
Ετυμολογία επεξεργασία
- περατάρης < περάτης + -άρης[1] < ελληνιστική κοινή περᾱτής[2] < αρχαία ελληνική περάω
Ουσιαστικό επεξεργασία
περατάρης αρσενικό
- (λογοτεχνικό) άλλη μορφή του περαστικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
περατάρης
|
- ↑ 1,0 1,1 περατάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περατής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.