Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περίσσιος η περίσσια το περίσσιο
      γενική του περίσσιου της περίσσιας του περίσσιου
    αιτιατική τον περίσσιο την περίσσια το περίσσιο
     κλητική περίσσιε περίσσια περίσσιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περίσσιοι οι περίσσιες τα περίσσια
      γενική των περίσσιων των περίσσιων των περίσσιων
    αιτιατική τους περίσσιους τις περίσσιες τα περίσσια
     κλητική περίσσιοι περίσσιες περίσσια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίσσιος < μεσαιωνική ελληνική περίσσιος < αρχαία ελληνική περισσός

  Επίθετο επεξεργασία

περίσσιος

  1. που βρίσκεται σε αφθονία
  2. περιττός, παραπανίσιος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία