περίληψις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περίληψῐς | αἱ | περιλήψεις |
γενική | τῆς | περιλήψεως | τῶν | περιλήψεων |
δοτική | τῇ | περιλήψει | ταῖς | περιλήψεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | περίληψῐν | τὰς | περιλήψεις |
κλητική ὦ! | περίληψῐ | περιλήψεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιλήψει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιληψέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίληψις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
περίληψις, -εως θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές επεξεργασία
- περίληψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.