Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περίληψη οι περιλήψεις
      γενική της περίληψης* των περιλήψεων
    αιτιατική την περίληψη τις περιλήψεις
     κλητική περίληψη περιλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περίληψη < αρχαία ελληνική περίληψις < περιλαμβάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περίληψη θηλυκό

  • μικρή, σε έκταση, περιγραφή του περιεχόμενου μιας ομιλίας ή ενός κειμένου, στην οποία αναφέρονται τα κυριότερα σημεία

Συνώνυμα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία