Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

περάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περνώ
  2. θα περάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περνώ