πεντηκοστιανισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεντηκοστιανισμός < Πεντηκοστή + -ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεντηκοστιανισμός αρσενικό
- Χριστιανικό κίνημα που περιλαμβάνει πολλές εκκλησίες και υπογραμμίζει το έργο του Αγίου Πνεύματος με την άμεση εμπειρία της παρουσίας Θεού στον πιστό. Ανήκει στο ευρύτερο δόγμα του Προτεσταντισμού και συνδέεται με το χαρισματικό κίνημα.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πεντηκοστιανισμός
|