Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάρφανος η πεντάρφανη το πεντάρφανο
      γενική του πεντάρφανου της πεντάρφανης του πεντάρφανου
    αιτιατική τον πεντάρφανο την πεντάρφανη το πεντάρφανο
     κλητική πεντάρφανε πεντάρφανη πεντάρφανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάρφανοι οι πεντάρφανες τα πεντάρφανα
      γενική των πεντάρφανων των πεντάρφανων των πεντάρφανων
    αιτιατική τους πεντάρφανους τις πεντάρφανες τα πεντάρφανα
     κλητική πεντάρφανοι πεντάρφανες πεντάρφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάρφανος < μεσαιωνική ελληνική παντόρφανος < πᾶν + ὀρφανός

  Επίθετο επεξεργασία

πεντάρφανος, -η, -ο

  • που είναι ορφανός και από πατέρα και από μητέρα

Σημειώσεις επεξεργασία

  • χαρακτηρισμός που δίνεται συνήθως μόνο σε μικρής ηλικίας άτομα

  Μεταφράσεις επεξεργασία