πεντάνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντάνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική pentane < αρχαία ελληνική πέντε
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεντάνιο ουδέτερο
- (χημεία) οργανική χημική ένωση (μοριακός τύπος C₅H₁₂), άκυκλος κορεσμένος υδρογονάνθρακας (αλκάνιο), που χρησιμοποιείται ως διαλυτικό, σε λιπαντικά κ.λπ., ενώ αποτελεί και ένα από τα συστατικά της βενζίνης