Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεντάλεπτο τα πεντάλεπτα
      γενική του πενταλέπτου
πεντάλεπτου
των πενταλέπτων
    αιτιατική το πεντάλεπτο τα πεντάλεπτα
     κλητική πεντάλεπτο πεντάλεπτα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντάλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πεντάλεπτος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /penˈda.le.pto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ντά‐λε‐πτο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Πεντάλεπτο κέρμα ευρώ (2)

πεντάλεπτο ουδέτερο

  1. διάρκεια πέντε λεπτών της ώρας
    περίμενα ένα πεντάλεπτο και πέρασα αμέσως
  2. (νόμισμα) κέρμα πέντε εκατοστών ενός νομίσματος
    μήπως έχεις ένα πεντάλεπτο;
     συνώνυμα: πεντάρα, πενταράκι
  3. εκπομπή ραδιοφωνική ή τηλεοπτική πέντε λεπτών
    ακούτε το πεντάλεπτο της νοικοκυράς

  Μεταφράσεις επεξεργασία