Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πεμπταίο

  1. πεμπταίος, στην αιτιατική του ενικού

πεμπταίο, ουδέτερο του πεμπταίος

  1. στην ονομαστική του ενικού
  2. στην αιτιατική του ενικού
  3. στην κλητική του ενικού