πελματόδερμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πελματόδερμα < πέλματ(ος) + -ο- + δέρμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πελματόδερμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πελματόδερμα
|
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)