πειρατικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειρατικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πειρατικός (εννοείται η λέξη πλοίο, σκάφος ή όχημα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πειρατικό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, νομικός όρος) πλοίο ή άλλο πλωτό μέσο που χρησιμοποιείται σε πειρατεία
- (ναυτικός όρος, κατά τη γαλλική νομοθεσία) πλοίο ή σκάφος που δεν φέρει εθνική σημαία, ανεξάρτητα αν προβαίνει ή όχι σε πειρατεία
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) όχημα που χρησιμοποιείται για πειρατικούς σκοπούς
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειρατικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πειρατικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του πειρατικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πειρατικός