πειράω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειράω < πεῖρα
Ρήμα επεξεργασία
πειράω
- αποπειρώμαι, δοκιμάζω, επιχειρώ, κάνω πείραμα, προσπαθώ, πιο σύνηθες μεσοπαθητικό πειράομαι
- επιτίθεμαι
- δοκιμάζω την τύχη μου
- εξετάζω την αξιοπιστία κάποιου, τον δοκιμάζω
Συγγενικά επεξεργασία
- πεῖρα
- πειράζω
- πειρατής
- πειρατικός
- πειραστικός (δοκιμαστικός)
- πείρασις-εως (απόπειρα αποπλάνησης)