Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πειθαρχικώς < πειθαρχικός + -ώς

  Επίρρημα επεξεργασία

πειθαρχικώς

  Μεταφράσεις επεξεργασία