πειθάρχηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πειθάρχηση | οι | πειθαρχήσεις |
γενική | της | πειθάρχησης* | των | πειθαρχήσεων |
αιτιατική | την | πειθάρχηση | τις | πειθαρχήσεις |
κλητική | πειθάρχηση | πειθαρχήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πειθαρχήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πειθάρχηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πειθάρχηση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
πειθάρχηση
|