Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεδίο βολής < λείπει η ετυμολογία

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

πεδίο βολής ουδέτερο

  • περιοχή που χρησιμοποιείται για να γίνονται βολές (πυροβόλων όπλων ή άλλων συστημάτων μάχης) για εκπαιδευτικούς ή δοκιμαστικούς σκοπούς

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία