Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παχύνουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παχαίνω
  2. θα παχύνουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παχαίνω